• Ασυμβίβαστο

    Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, συζητάμε σήμερα τα άρθρα 56 και 57 του Συντάγματος. Η σημερινή συζήτηση αποτελεί μία από τις κορυφαίες στιγμές της αναθεώρησης, ακριβώς γιατί αφορά το status της Βουλής. Αφορά τη σύνθεση του Κοινοβουλίου των επόμενων χρόνων, από την οποία θα εμπορευθεί η κοινοβουλευτική και νομοθετική πραγματικότητα. Γι” αυτό είναι πολύ σημαντική. Θα έλεγα ότι τα δύο αυτά άρθρα είναι συγκοινωνούντα και περιγράφουν τους όρους και τις προϋποθέσεις της πολιτικής εκπροσώπησης στο Κοινοβούλιο.

    Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, στην ομιλία μου για το άρθρο 86 είχα πει πως οι ιδιότητες αποφασιστικής σημασίας για τους πολιτικούς είναι το πάθος, το αίσθημα ευθύνης και η αίσθηση του μέτρου. Σήμερα θέλω να προσθέσω και μία ακόμη ιδιότητα : την  προβλεπτικότητα. Γιατί οι συνέπειες ενός μέτρου και μάλιστα συνταγματικού και οι πολιτικοκοινωνικές ανακατατάξεις που προκαλεί γίνονται ορατές στο μέλλον.

    Οφείλω να τονίσω ότι οι θέσεις που θα εκφράσω είναι απαλλαγμένες από την αλαζονεία της πληρότητας και από την ύβρη της συναίσθησης ότι κατέχουνε την απόλυτη αλήθεια. Οι κοινές συγκλίνουσες θέσεις των εισηγητών των δύο μεγάλων κομμάτων δεν μπορούν να δράσουν σε εμένα σαν Προκρούστης για να ακρωτηριάσουν σκέψεις και απόψεις που οφείλω να καταθέσω στην Εθνική Αντιπροσωπεία και στον ελληνικό λαό, τμήμα του οποίου τιμήθηκα να εκπροσωπώ. Άλλωστε, το να γίνεις από όλους αρεστός μπορεί να είναι επιθυμητό, αλλά είναι συγχρόνως και ανέφικτο.

    Έρχομαι κατά πρώτο στο ασυμβίβαστο, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το θέμα ετέθη αιφνιδίως από τους εισηγητές των δύο μεγάλων κομμάτων στην εναρκτήρια συνεδρίαση της αναθεώρησης, χωρίς προηγουμένως να έχει απασχολήσει τις εργασίες της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος.

    Είναι κατά τη γνώμη μου – τη γνώμη ενός γιατρού και όχι συνταγματολόγου – εκτός κατεύθυνσης και στερείται ιστορικού ερείσματος, αφού σύμφωνα με το άρθρο 110 , παράγραφος 2 δεν προκύπτει από κανένα σημείο της Επιτροπής Αναθεώρησης της προηγούμενης Βουλής. Βεβαίως τελούσε υπό αναθεώρηση το άρθρο 57. Όμως, πουθενά δεν αναφέρεται η έννοια του ασυμβίβαστου, ούτε κατ” υποψίαν.

    Το θέμα δεν είναι βεβαίως προσωπικό, ούτε αφορά μόνο την παρούσα Βουλή. Η πολιτική διάσταση των άρθρων 56 και 57 προκύπτει από την απάντηση στα πιο κάτω ερωτήματα.

    Τι είδους πολιτική εκπροσώπηση επιθυμούμε στο Κοινοβούλιο;

    Είναι το αξίωμα του Βουλευτή επάγγελμα, αλλά συγχρόνως το λειτούργημα του Βουλευτή συνάδει με οποιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα;

    Είναι εν τέλει , η πολιτική επάγγελμα;

    Θίγεται ή όχι ο αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας του πολιτεύματος με τον περιορισμό των προσώπων που μπορούν να εκπροσωπήσουν το λαό;

    Έχουν ακουστεί πολλές απόψεις με αξιόπιστα επιχειρήματα, θα έλεγα, εκατέρωθεν. Θα εκθέσω επιγραμματικά τις δικές μου.

    Είναι βαθιά πολιτική και ιδεολογική μου θέση ότι ο Βουλευτής κατέχει ένα τιμητικό αξίωμα και μάλιστα προσωρινό. Δεν είναι επάγγελμα. Ο Βουλευτής είναι εκπρόσωπος του λαού στα πλαίσια της αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

    Οφείλει να ασκεί τα καθήκοντά του  με ευσυνειδησία και συστηματικότητα, που μπορεί να τον οδηγήσει σε αναγκαστική αποκοπή από το επάγγελμά του. Αλλά αυτό είναι προϊόν επιλογής και  όχι συνταγματικού κωλύματος. Άλλωστε μοναδικός κριτής της δράσης και της αποτελεσματικότητας του Βουλευτή και της επάρκειας του μες στην άσκηση των καθηκόντων του, είναι ο ελληνικός λαός και η ετυμηγορία του.

    Δεύτερον, ο Βουλευτής πρέπει, πριν απ” όλα, να είναι καταξιωμένος στη συνείδηση των εν δυνάμει ψηφοφόρων του. Μεταξύ των διαφόρων παραγόντων  που οδηγούν στην καταξίωση, εξέχουσα θέση έχει και η επαγγελματική καταξίωση, που αποδεικνύει ότι δεν είναι παρασιτικό ον, αλλά δημιουργικό. Η εργασία δεν αποτελεί μόνο μέσο βιοπορισμού, είναι φορέας και δημιουργός κοινωνικών σχέσεων. Είναι δίαυλος εκπομπής, αλλά και λήψης μηνυμάτων από την κοινωνία. Είναι ένας τρόπος κατανόησης των αναγκών της, των ρυθμών αλλαγής και συγχρόνως πηγή γνώσης όλων των συναφών προβλημάτων.

    Η εργασία , κυρίες και κύριοι Βουλευτές, αποτρέπει την επαγγελματοποίηση του Βουλευτή, η οποία με τη σειρά της είναι δυνατόν να οδηγήσει σε γραφειοκρατικού τύπου αυτονόμηση του βουλευτικού Σώματος έναντι της κοινωνίας που αντιπροσωπεύει.

    Θα έρθω στο άρθρο 56 παράγραφος 3, που οφείλει να διευκρινιστεί, γιατί κατά τη δική μου την ανάγνωση και κατά τη δική μου εκτίμηση στην ουσία, με τις έκτακτες εκλογές, αίρονται όλα τα κωλύματα εκλογιμότητας γιατί ο νομοθέτης στη συγκεκριμένη ρύθμιση αναφέρει ότι όλα τα κωλύματα ισχύουν 18 μήνες πριν το τέλος της λήξης της τετραετούς βουλευτικής περιόδου και δεν αναφέρεται καθόλου στο χρόνο των εκλογών. Και βεβαίως θέτει κανείς το ερώτημα: αν οι εκλογές, δηλαδή, γίνουν ένα ή ενάμιση χρόνο πριν από τη λήξη της θητείας, δεν ισχύει κανένα ασυμβίβαστο; Πρέπει αυτό να διευκρινιστεί γιατί η πολιτική πραγματικότητα μας λέει ότι στην Ελλάδα σπάνια γίνονται εκλογές στο τέλος της βουλευτικής περιόδου.

    Θέλω να πω – όχι πως υπάρχει κάποιο ειδικό πρόβλημα, όχι πως και αυτό δεν είναι θεμιτό – για την ελάττωση των κωλυμάτων εκλογιμότητας που όταν πρωτόβαλε ο συνταγματικός νομοθέτης, το έβαλε εκτός των άλλων λόγων για να υπάρξει μια ισοτιμία στην εκλογική μάχη και στον εκλογικό αγώνα, με την έννοια ότι κάποιος που με τον άλφα ή βήτα τρόπο ασκούσε εξουσία, ασκούσε πολιτική εξουσία και κατά το μείζονα λόγο ασκούσε οικονομική εξουσία μέσω του  κράτους, δεν θα έπρεπε να είναι υποψήφιος αν δεν τηρούνταν κάποιες προϋποθέσεις. Βλέπω ότι στη συγκεκριμένη διάταξη δε δίδεται μεγάλη προσοχή πάνω σε αυτό το θέμα, με αποτέλεσμα να θεσμοθετούμε τη διευκόλυνση μιας συγκεκριμένης διαδρομής,  που έχει να κάνει με τρεις ενδιαμέσους σταθμούς : κόμμα – διοίκηση – Βουλή.

    Αυτό δεν το λέω με την έννοια ότι είναι θεμιτό ή λάθος, αλλά δεν μπορεί να γίνεται σε βάρος των άλλων κατηγοριών εκπροσώπησης. Και το λέω αυτό γιατί παράλληλα έρχεται το ασυμβίβαστο να δράσει αποτρεπτικά στη διάθεση δοκιμασμένων και επιτυχημένων στην κοινωνία στελεχών, για την είσοδό τους στην πολιτική.

    Νομίζω πως μέλημα κάθε δημοκρατικής πολιτείας είναι η αντανάκλαση της κοινωνίας στην πολιτική και η διασφάλιση όρων αντιπροσωπευτικότητας και ισοτιμίας.

    Έτσι κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, εκτιμώ πως θα υπάρχει πλέον μια σαφής ανισοτιμία μεταξύ κομματικών και κρατικών στελεχών αφ” ενός και κοινωνικών και επιστημονικών αφετέρου.

    Φοβάμαι πως οδηγούμαστε σε μια κατηγορία  – κατ” όπως έλεγε και ο Μαξ Βέμπερ – διαθέσιμων να εκπροσωπούν το λαό. Νομίζω όμως πως το ζητούμενο θα ήταν πώς η πολιτεία θα προσέλκυε καταξιωμένα επαγγελματικά κοινωνικά και επιστημονικά πρόσωπα και πώς συγχρόνως θα απωθούσε άτομα που βλέπουν την πολιτική σαν σίγουρο και προσοδοφόρο επάγγελμα. Άλλωστε θα πρέπει να έχουμε μια πειστική απάντηση , κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, διότι η επιχειρούμενη συνταγματική ρύθμιση, εξ” όσων γνωρίζω, είναι πρωτοφανής. Σε κανένα σύνταγμα της Ευρώπης δεν περιλαμβάνεται με τέτοια απολυτότητα τέτοια διάταξη.

    Βεβαίως, υπάρχουν δραστηριότητες και επαγγέλματα που είναι ασυμβίβαστα με το αξίωμα του Βουλευτή. Αυτά όμως περιλαμβάνονται στο ισχύον σύνταγμα ή αν δεν περιλαμβάνονται μπορούν να ρυθμιστούν νομοθετικά.

    Θα μπορούσε κανείς να επεκτείνει το ασυμβίβαστο προς την κατεύθυνση αυτή, θα ήταν όμως λάθος – κατά τη δική μου γνώμη – αν ρητά γενικεύσει το ασυμβίβαστο μεταξύ Βουλευτή και οποιασδήποτε  επαγγελματικής δραστηριότητας.

    Τέλος, για να κλείσω σεβόμενος απολύτως το χρόνο, θέλω να επισημάνω ότι ακόμα και αν ψηφιστεί τέτοιο άρθρο θα ήταν αδιανόητο να ισχύσει από αυτή τη Βουλή. Πουθενά οι νόμοι δεν ισχύουν αιφνιδιαστικά και μάλιστα  όταν ανατρέπεται η συνταγματική τάξη. Ο κάθε πολίτης έχει δικαίωμα να γνωρίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις λειτουργίας του πολιτεύματος. Δε μπορεί οι κανόνες να αλλάζουν στη διαδρομή κατά το δοκούν, έστω και της πλειοψηφίας. Οι κανόνες που ίσχυσαν στις πρόσφατες εκλογές οφείλουν να ισχύουν μέχρι την εκπνοή της παρούσας Βουλής.

    Ευχαριστώ.

    28/02/2001