Εθνικές Παρακαταθήκες και οι Διαχειριστές τους
Άρθρο Δ.Λιντζέρη για το εκκλησιαστικό ζήτημα
Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ 17/05/2004
ΕΘΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΟΥΣ
Η έννοια της Δημοκρατίας, οι Ολυμπιακοί αγώνες, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, συνιστούν προσφορά του Ελληνισμού στην Ανθρωπότητα.
Η Δημοκρατία ως ιδεώδες, αλλά και ως θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της Πολιτείας, οι Ολυμπιακοί αγώνες ως περιεχόμενο και θεσμός αλλά και το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως θεσμός, ως σύμβολο αλλά και ως λειτουργία, αναδεικνύουν την πολιτισμική μας συνέχεια και φυσιογνωμία και καθορίζουν τη σχέση μας με τον κόσμο. Η προάσπισή τους αποτελεί ιστορική ευθύνη και χρέος κάθε γενιάς Ελλήνων.
Η ευρωπαϊκή ιστορία, σε σημαντικές ιστορικές περιόδους κρίθηκε από τις σχέσεις Ρώμης και Κωνσταντινούπολης. Η σχέση του Χριστιανισμού με την πολιτισμική ιστορία της Ευρώπης κρίθηκε σε μεγάλο βαθμό από αυτή τη σχέση επίσης. Το ίδιο και οι σχέσεις της Ευρώπης με το Ισλάμ μέχρι και την Άλωση της Πόλης.
Σήμερα ο θεσμός της Δημοκρατίας, οι αξίες της ισηγορίας, της ισονομίας και της ισοπολιτείας μεταξύ Λαών και Πολιτισμών βρίσκονται σε βαθιά κρίση. Αδιάψευστος μάρτυρας η απαξίωση του ΟΗΕ ως παγκόσμιου θεσμού της Δημοκρατίας.
Ο θεσμός των Ολυμπιακών αγώνων και της εκεχειρίας, ουσιαστικά θεσμοί ειρηνικής συνάντησης, διαλόγου και ευγενούς άμιλλας δοκιμάζονται αν δεν απαξιώνονται.
Στην παγκόσμια κρίση που βιώνουμε σήμερα, οι θρησκείες και οι εκκλησίες χρησιμοποιούνται ώστε να βρεθούν στο επίκεντρό της. Σε αυτή τη συγκυρία, εμφανίζεται ως σύγκρουση προσωπικών σχέσεων των Προκαθημένων τους, κρίση στις σχέσεις Οικουμενικού Πατριαρχείου και Ελλαδικής Εκκλησίας. Η κρίση αυτή επηρεάζει τις δυνατότητες και το κύρος της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο σύνολο της. Απειλεί ν’ ακυρώσει τις δυνατότητες και το ρόλο της, προκειμένου να συμμετάσχει, όπως απαιτούν οι καιροί, στον παγκόσμιο διάλογο, στο διάλογο των πολιτισμών, στο διάλογο για την παγκόσμια Ειρήνη.
Για παράδειγμα, το μέλλον της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ είτε ως κοινής πρωτεύουσας Ισραηλινών και Παλαιστινίων, είτε ως ιερού χώρου συνύπαρξης όλων των μονοθεϊστικών εκκλησιών, αποτελεί μια σημαντική πτυχή στη μεσανατολική σύγκρουση. Οι εκκλησίες και η μεταξύ τους σχέση αναμφίβολα συμμετέχουν στην αναζητούμενη λύση. Η σύγκρουση στις σχέσεις του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων με το Ισραήλ, που παρατηρήθηκε τον τελευταίο καιρό, ασφαλώς δεν προέκυψε ως θέμα προσωπικών φιλοδοξιών.
Σε αυτή την παγκόσμια πραγματικότητα, είμαστε υποχρεωμένοι ν’ απαντήσουμε με εθνική και ιστορική ευθύνη:
Σε τέτοιου επιπέδου παγκόσμιο διάλογο πώς θα συμμετέχει η χώρα μας;
Στο διάλογο των πολιτισμών έχει θέση η Ορθοδοξία; Και πώς θα συμμετέχει;
Με ποιους και πόσους εκπροσώπους θα συμμετέχει η Ορθοδοξία στον αναγκαίο διάλογο με το Ισλάμ;
Στο διάλογο των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών, στα πλαίσια της Ε.Ε. και μάλιστα εν όψη της προσεχούς διεύρυνσης, η Ορθοδοξία θα συμμετέχει ως ασυντόνιστο σύνολο ανταγωνιζόμενων βαλκανικών εκκλησιών ή ως ασώματη Πατριαρχική κεφαλή;
Σε τέτοια επίπεδα διαλόγου η συμμετοχή της Ορθοδοξίας είτε μ’ ένα Πατριαρχείο που ουσιαστικά θα αποτελεί μια ασώματη και αμφισβητούμενη κεφαλή είτε μ’ ένα ασυντόνιστο σύνολο εθνικών εκκλησιών δεν θα λαμβάνεται σοβαρά υπ΄ όψιν.
Η σύγκρουση Φαναρίου – Αθηνών κατά συνέπεια δεν πρέπει να ερμηνευθεί και ν’ αντιμετωπιστεί ως σύγκρουση ισχυρών προσωπικοτήτων, όπως πολλοί απλοϊκά την εμφανίζουν, είτε ως σύγκρουση για το παγκάρι όπως πολλοί αποπροσανατολιστικά εκχυδαΐζουν. Οι προεκτάσεις της την καθιστούν υψίστης και καθοριστικής σημασίας, για την Ορθοδοξία και των Ελληνισμό.
Το πρόβλημα δεν είναι η υστεροφημία ή η φιλοδοξία Πατριαρχών ή Αρχιεπισκόπων. Αυτοί έρχονται και παρέρχονται. Σημασία έχουν οι διαχρονικοί θεσμοί και ο ρόλος τους στην εθνική και παγκόσμια ιστορία.
Σε κάθε ιστορική συγκυρία και στη σημερινή, ανεξάρτητα από τα πρόσωπα του Οικουμενικού Πατριάρχη και του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, ο Ελληνισμός δεν δικαιούται να υποβαθμίσει το ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ούτε βεβαίως δικαιούται να υποβαθμίσει το ρόλο και το κύρος της Ελλαδικής Εκκλησίας είτε στη σχέση της με το Πατριαρχείο είτε στη σχέση της με τον κόσμο. Παράλληλα, πρέπει να κατανοήσουμε ότι η σύγκρουση δεν αφορά κάποια άνω τελεία, κάποιο κόμμα του κανονικού δικαίου ούτε το παγκάρι μιας επισκοπής.
Αφορά τα σκληρά παιχνίδια στον αδυσώπητο αγώνα της παγκοσμιοποίησης.
Αφορά τη συμμετοχή της Ορθοδοξίας στο παγκόσμιο πολιτισμικό γίγνεσθαι.
Οι εκάστοτε εφήμεροι διαχειριστές των εθνικών μας παρακαταθηκών οφείλουν με επίγνωση της ιστορίας να τοποθετούνται στο παρόν και να υπηρετούν το μέλλον.
Όποιοι εκλήθησαν να υπηρετήσουν τα Οικουμενικά ιδεώδη είτε της Δημοκρατίας είτε του Ολυμπισμού είτε της Ορθοδοξίας έχουν χρέος να κατανοήσουν ότι το εφήμερο μικροκομματικό κέρδος ή κόστος αλλά και οι προσωπικές φιλοδοξίες δεν τους καταξιώνουν απέναντι στην ιστορία ούτε απέναντι στις επερχόμενες γενιές.
Η σύγκρουση στους κόλπους των δύο Εκκλησιών δεν είναι δυνατόν να καταστεί βορρά των τηλεοπτικών παραθύρων. Δεν είναι απλοϊκά νομικό ζήτημα. Είναι εθνική υπόθεση με ευρωπαϊκές αλλά και παγκόσμιες προεκτάσεις. Είναι υπόθεση σχέσεων Ανατολής και Δύσης και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπισθεί.
Τέλος επειδή στις μέρες μας πολλά γίνονται στο όνομα του Θεού, είναι γνωστό ότι σε όλες τις θρησκείες αλλά ιδιαίτερα στο Χριστιανισμό, ασφαλές κριτήριο για τη σχέση του ανθρώπου με το Θείο, θεωρείται μάλλον η ποιότητα της σχέσης του με τον συνάνθρωπο – τα ανθρώπινα – παρά ο βαθμός της ιεροσύνης και της εξουσίας.