Η ένοχη σιωπή – Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 10-07-2019
Το πολιτικό μήνυμα των εκλογών για το Κίνημα Αλλαγής είναι αποκαλυπτικό και πολυσήμαντο. Θέτει καίρια ερωτήματα ως προς την ανθεκτικότητα και την προοπτική του.
Η αδυναμία του να απευθυνθεί σε ευρύτερες δυνάμεις υπήρξε πασιφανής. Η διάρρηξή του με τον κοινωνικό χώρο που άλλοτε εκπροσωπούσε το ΠΑΣΟΚ επιβεβαιώνεται με την πρωτοφανή συρρίκνωση της απήχησης και της επιρροής του στα ιστορικά προπύργια της δημοκρατικής παράταξης. Η περίπτωση των εκλογικών περιφερειών Α’ και Β’ Πειραιά, αλλά και της Κρήτης το επιβεβαιώνει. Το πάλαι ποτέ κραταιό κόμμα έχει μείνει η σκιά του εαυτού του.
Η απουσία ισχυρής, ικανής και στιβαρής ηγεσίας αποτελεί τροχοπέδη για την ίδια την υπόστασή του. Τα όσα μεσολάβησαν στη διάρκεια της εκλογικής μάχης είναι αποκαλυπτικά. Μετά τον εξοβελισμό του Ευάγγελου Βενιζέλου ήταν εμφανείς οι ανερμάτιστες επιλογές της επικεφαλής του κυρίας Γεννηματά.
Οι παλινωδίες της έδειξαν ότι αδυνατεί να εκφράσει και να εκπροσωπήσει τον προοδευτικό χώρο. Οι αντιφάσεις ήταν προκλητικές και εξόφθαλμες. Σε τριάντα μέρες εμφάνισε τρεις διαφορετικές στρατηγικές εκδοχές. Μετά την «τρίτη εντολή» ανακάλυψε την «ψήφο ανοχής» και στη συνέχεια προέταξε την ανάγκη ενίσχυσης του Κινήματος Αλλαγής με απώτερο σκοπό την αλλαγή του εκλογικού νόμου.
Οι παιδαριώδεις αυτοί χειρισμοί δείχνουν ότι το κόμμα που θέλει να εκφράσει τον προοδευτικό χώρο έχει βρεθεί σε πλήρες αδιέξοδο. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις αντοχές που εμφανίζει ο ΣΥΡΙΖΑ καθιστούν τις δυνάμεις της Κεντροαριστεράς υποχείριο του Αλέξη Τσίπρα. Ο στρουθοκαμηλισμός της ηγεσίας του Κινήματος Αλλαγής εξυπηρετεί αντικειμενικά τα προσωπικά και πολιτικά σχέδια του πρώην πρωθυπουργού.
Ή θα αναληφθούν δραστικές πρωτοβουλίες από τις δυνάμεις εκείνες που αγωνιούν και νοιάζονται για την ανασύνθεση του προοδευτικού χώρου. Ή ο κύριος Τσίπρας θα εξακολουθεί να οικειοποιείται και να καπηλεύεται τον χώρο της Κεντροαριστεράς. Οι υπεκφυγές, οι ισορροπίες και οι σκοπιμότητες δεν αρμόζουν σε όσους θέλουν να αυτοσυστήνονται ως προοδευτικοί. Πολλώ δε μάλλον η ανοχή και η σιωπή.
Τι επιζητούν οι πολίτες – Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 27-06-2019
Οι επικείμενες εθνικές εκλογές είναι οι κρισιμότερες της μεταπολιτευτικής περιόδου. Μετά την απομυθοποίηση όλων εκείνων που με την εξαπάτηση και την παραπλάνηση έβλαψαν τη χώρα, οι εκλογές αυτές ή θα επικυρώσουν το τέλος μιας επώδυνης περιπέτειας ή θα διαιωνίσουν τα αδιέξοδα.
Μετά από δέκα χρόνια κρίσης το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον δε θυμίζει σε τίποτα το χθες. Τα νέα δεδομένα θέτουν καίρια ζητήματα για τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες που έχουμε. Τώρα πλέον γνωρίζουμε τι πρέπει να κάνουμε. Η εμπειρία της κρίσης έγινε βίωμα και ωριμότητα.
Τώρα ολοένα και περισσότεροι έχουμε αποκτήσει επίγνωση. Έχουμε αντιληφθεί την ανάγκη να είμαστε σοβαροί και υπεύθυνοι. Γνωρίζουμε πλέον ότι οι ανώφελες διακηρύξεις και τα εύκολα τα λόγια τα μεγάλα είναι επιζήμια. Ο μόνος ασφαλής δρόμος είναι εκείνος του πραγματισμού. Ακολουθώντας τον, μπορούμε να θεμελιώσουμε ρεαλιστική στρατηγική προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κοινωνική, οικονομική, αναπτυξιακή και πολιτική υστέρησή μας.
Οι παλιές συνταγές –είτε ήταν δεξιόστροφες είτε αριστερόστροφες- αποδείχθηκαν ατελέσφορες. Τα οφέλη τους ήταν πρόσκαιρα και εφήμερα. Αντί να εναρμονιζόμαστε με τις προηγμένες χώρες και κοινωνίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποκλίναμε διαρκώς. Ο παλαιοκομματισμός, ο λαϊκισμός, ο φόβος του κομματικού κόστους, έπαιξαν καταλυτικό ρόλο. Απέτρεψαν τις αναγκαίες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στη διοίκηση, στην οικονομία, στους θεσμούς. Ευρισκόμενοι στο χείλος του γκρεμού, συνειδητοποιήσαμε έστω και αργά ότι η απεξάρτηση απ’ αυτές είναι προϋπόθεση για να πάμε μπροστά.
Ο κυβερνητικός κύκλος των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ αποτέλεσε το σοβαρότερο πλήγμα για τη χώρα και την κοινωνία. Το αποτύπωμά του είναι η φτωχοποίηση ευρύτερων κοινωνικών και επαγγελματικών στρωμάτων, ο αποδεκατισμός της μεσαίας τάξης, η απονέκρωση της οικονομίας, η προσπάθεια κατάλυσης των θεσμών και κυρίως της Δικαιοσύνης, η ενοχοποίηση των αντιπάλων, η επικράτηση του ανορθολογισμού και η περιθωριοποίηση της Ελλάδας.
Στην αναμέτρηση της 7ης Ιουλίου η λαϊκή ετυμηγορία θα επισφραγίσει την καταδίκη του ψεύδους, της χυδαιότητας, της ανικανότητας και της νεοδιαπλοκής. Ο εκλογικός εξοστρακισμός του κυρίου Τσίπρα και της αντίληψης που εκφράζει, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ανάκαμψη της χώρας, για την αναζωογόνηση της κοινωνίας. Η διαφαινόμενη επικράτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, αντανακλά τη δυναμική ενός ισχυρού αντικυβερνητικού ρεύματος. Ενός ρεύματος που διαπερνά οριζόντια το σύνολο σχεδόν των κομματικών δυνάμεων, προβάλλοντας την ανάγκη πολιτικής αλλαγής.
Η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών επιζητεί καθαρές λύσεις. Στις 8 Ιουλίου ή θα σχηματιστεί κυβέρνηση ή θα εξυπηρετηθούν τα μικροπολιτικά παιχνίδια και προσωπικά συμφέροντα του κυρίου Τσίπρα. Η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών προτάσσει την κυβερνητική ευθύνη, έναντι της ακυβερνησίας.
ΠΡΟΜΕΛΕΤΗΜΕΝΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΣΕ ΠΡΟΕΠΙΛΕΓΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ – Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 04-06-2019
Ο εξοβελισμός του Ευάγγελου Βενιζέλου είναι συνειδητή πολιτική επιλογή της ηγεσίας του ΚΙΝΑΛ. Αναμφίβολα, ήταν μια προμελετημένη ενέργεια, σε προεπιλεγμένο χρόνο. Όσοι γνωρίζουν τις αθέατες πλευρές των εσωτερικών διεργασιών, εύκολα αντιλαμβάνονται πού αποσκοπούσε.
Ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, έχει καταγραφεί ως μια προοδευτική προσωπικότητα εγνωσμένου κύρους, αξιοπιστίας και ικανότητας. Ενσαρκώνει μια σύγχρονη ευρωπαϊκή στρατηγική για να βγει η Ελλάδα από την παραγωγική, οικονομική και αναπτυξιακή υστέρηση. Στις κρίσιμες στιγμές για τη χώρα προέταξε το εθνικό συμφέρον, αδιαφορώντας για το προσωπικό του.
Εκπροσωπώντας τις μεταρρυθμιστικές και εκσυγχρονιστικές δυνάμεις, ήταν αναμενόμενο να στοχοποιηθεί από τους ποικιλώνυμες λαϊκιστές. Δεν είναι τυχαίο το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά ο Αλέξης Τσίπρας έχουν στραφεί επανειλημμένως εναντίον του, ο δε κ. Σκουρλέτης μίλησε ανενδοίαστα για «βαρίδια που κάνουν αδύνατη τη συνεργασία με το ΚΙΝΑΛ». Χωρίς καμιά αναστολή ζήτησαν την απομάκρυνσή του, προκειμένου να ανοίξουν οι δρόμοι επικοινωνίας με το ΚΙΝΑΛ.
Φαίνεται πλέον καθαρά ότι η κυρία Γεννηματά εκτέλεσε συμβόλαιο θανάτου. Η αλόγιστη επιλογή της το επιβεβαιώνει. Είναι η πρώτη και καθοριστική πράξη για να στηθούν οι γέφυρες σύμπραξης με τον ΣΥΡΙΖΑ. Κοινή επιδίωξη είναι να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την πραγματική διεύρυνση της αποκαλούμενης «προοδευτικής συμμαχίας».
Η αρχηγός του ΚΙΝΑΛ ούτε θέλει ούτε μπορεί να ανταποκριθεί στην ανάγκη ανασύστασης της δημοκρατικής παράταξης. Χωρίς το απαιτούμενο πολιτικό βάθος, χωρίς ιστορική συνείδηση, χωρίς μνήμη και ευθύνη, επιδιώκει τη χειραγώγηση και τον προσωπικό έλεγχο των δυνάμεων του Κινήματος Αλλαγής, μετατρέποντάς το σε ένα ιδιότυπο ιδιωτικό κόμμα. Η απομάκρυνση του Ευάγγελου Βενιζέλου, αυτό τον σκοπό εξυπηρετεί.
Το Κίνημα Αλλαγής πολιτική έκφραση της Δημοκρατικής Παράταξης – Εφημερίδα ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 03-04-2019
Η πολιτική είναι αγώνας της μνήμης εναντίον της λήθης, όπως έλεγε ο Τσέχος συγγραφέας Μίλαν Κούντερα. Η μνήμη δεν παραπέμπει στο παρελθόν. Είναι αναγκαία και χρήσιμη προϋπόθεση εναρμόνισης με το μέλλον, γι’ αυτό και έχει διαχρονική ισχύ ότι «όποιος δεν έχει μνήμη δεν έχει μέλλον».
Η Δημοκρατική παράταξη καλείται να επανέλθει στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής του τόπου. Για να πετύχει ένα νικηφόρο αποτέλεσμα είναι απαραίτητο να θυμίσει και να θυμηθεί την ιστορία της και την προσφορά της στον τόπο και την κοινωνία. Με αυτόν τον τρόπο πρέπει να πορευτεί στον παρόντα και μέλλοντα χρόνο και βεβαίως να καταστήσει τις ιδέες, τις αρχές και τις αξίες της ξανά επίκαιρες. Άλλωστε πάντα κέρδιζε όταν τις υπηρετούσε με πίστη και συνέπεια.
Στον τόπο μας υπάρχει ανάγκη αποκατάστασης της αλήθειας των πραγμάτων. Διότι ακόμα και σήμερα δεν υπάρχει κοινή παραδοχή στα αίτια της κρίσης, γιατί το 2010 αναγκαστήκαμε να προσφύγουμε στο μνημόνιο και γιατί ενώ το 2014 λίγο πριν η χώρα βγει από το μνημόνιο, έπεσε στη δίνη μιας δευτερογενούς κρίσης που κόστισε 4 χαμένα χρόνια ύφεσης, φτώχιας και οπισθοδρόμησης.
Για να αποκατασταθεί η αλήθεια είναι αναγκαία η αντίσταση στη λήθη και στα ψεύδη που επιβάλλει στη χώρα ο κ. Τσίπρας και η κυβέρνησή του. Ο υποτιθέμενος αριστερός ακολουθεί με πρωτοφανή επιμονή, ακραία συντηρητική πρακτική αντιμετωπίζοντας τους πολίτες ως λωτοφάγους. Βλέποντας την κοινωνική και εκλογική του καταβύθιση να είναι αναπόφευκτη, επιχειρεί να υποδυθεί έναν άλλο πολιτικό εαυτό, Χωρίς καμιά αναστολή, χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Χωρίς καθόλου «τσίπα», ο κ. Τσίπρας αυτοσυστήνεται ως «Ευρωπαίος κεντροαριστερός». Πρόκειται για κάλπικο έρωτα με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Επιδιώκει με αυτόν τον τρόπο να καλύψει τις δραματικές συνέπειες της κυβερνητικής του θητείας με νέα πελώρια ψέματα. Το πάθος του για την εξουσία τον καθιστά ικανό για όλα. Όσοι τον θεωρούν χαρισματικό ή ότι πιάνει πουλιά στον αέρα καλόν είναι να θυμηθούν τον πρόεδρο της ιταλικής Δημοκρατίας Τζόρτζιο Ναπολιτάνο, ο οποίος είχε πει για τον περιβόητο Αντρεότι: Είναι εξαιρετικά ικανός γιατί είναι ικανός για όλα.
Προκειμένου να εξυπηρετήσει τις αχαλίνωτες φιλοδοξίες του έχει κάνει τα πάντα. Επένδυσε στην κρίση και στη χρεοκοπία. Καταφέρεται συλλήβδην ενάντια στο παλιό πολιτικό σύστημα παρέχοντας όμως προκλητική προστασία στους πρωταγωνιστές της περιόδου 2004-2009, αναθέτοντας μάλιστα καθήκοντα Υπουργού Δικαιοσύνης και υπεύθυνο για την σπίλωση των πολιτικών του αντιπάλων, τον πρώην αρχηγό των μυστικών υπηρεσιών, της περιόδου Καραμανλή. Ακόμα και σήμερα η κυβέρνηση του «κεντροαριστερού» κ. Τσίπρα στηρίζεται στην κυρία Παπακώστα και στους βουλευτές των ΑΝΕΛ με τους οποίους έχει πλήρη πολιτικο-ιδεολογική ταύτιση. Συνεκτική τους ύλη είναι ο λαϊκισμός και βέβαια οι υπουργικοί θώκοι και τα αξιώματα.
Και ενώ συμβαίνουν όλ’ αυτά, βλέποντας το πολιτικό και εκλογικό του ναυάγιο να έρχεται ανακάλυψε τη θεωρία του προοδευτικού μετώπου. Χρησιμοποιώντας τα θέλγητρα της εξουσίας βγήκε στο παζάρι προσπαθώντας να συλλέξει πρόθυμους. Επικαιροποιείται έτσι η ιστορική φράση για «χρήσιμους ηλίθιους». Αλλά ακόμα και αν προσήλθαν οι γνωστοί επαγγελματίες της κεντροαριστεράς, η προσπάθεια του κ. Τσίπρα να αλιεύσει δυνάμεις στον προοδευτικό χώρο αποδεικνύεται μάταιη και ατελέσφορη.
Ο κ. Τσίπρας, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι «γέφυρες» είναι γονιδιακά αντίθετοι με τη Δημοκρατία, τον Σοσιαλισμό, την Κεντροαριστερά. Η Δημοκρατική παράταξη είναι επιλογή ζωής για τις πατριωτικές και προοδευτικές δυνάμεις του τόπου. Η δύναμη, η απήχηση και η επιρροή της ξεπερνούν τον παρόντα χρόνο. Η ενδυνάμωσή της σήμερα συναρτάται με την αξιοπιστία, τη φερεγγυότητα και κυρίως την ικανότητα του Κινήματος Αλλαγής να πείσει ότι αποτελεί την πολιτική της έκφραση.
Πώς ο νέος νόμος θα αυξήσει τις τιμές των φαρμάκων – Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 16-3-2019
Πώς ο νέος νόμος θα αυξήσει τις τιμές των φαρμάκων
Ο εξορθολογισμός και η εξυγίανση στο ζήτημα της τιμολόγησης στηρίχθηκαν εκτός των άλλων σε τέσσερις παραδοχές, οι οποίες εφαρμόστηκαν με απόλυτα διαφανή και εύκολα ελέγξιμο τρόπο από τον Ελληνικό Οργανισμό Φαρμάκων: Πρώτον, η τιμή στα φάρμακα που τελούν υπό καθεστώς προστασίας (on patent) καθοριζόταν από τον μέσο όρο των τριών χαμηλότερων τιμών των 28 χωρών-μελών της Ε.Ε. Το ίδιο ίσχυε και για όλα τα φάρμακα αναφοράς (αυτά με τα οποία συνδέονται τα γενόσημα που κυκλοφορούν). Δεύτερον, όταν σ’ ένα φάρμακο έληγε η περίοδος προστασίας (off patent) η τιμή του έπεφτε στο 50% της αρχικής. Τρίτον, η τιμή των γενοσήμων καθοριζόταν στο 65% της τιμής των off patent. Τέλος, απαγορεύονταν κατηγορηματικά οι αυξήσεις. Μάλιστα, στο σύστημα τιμολόγησης του ΕΟΦ υπήρχε κόφτης ώστε η νέα τιμή να είναι μικρότερη ή ίση με την προηγούμενη.
Ετσι, η τιμή πρωτοτύπου που κόστιζε 20 ευρώ μειωνόταν στα 10 ευρώ όταν έληγε η περίοδος προστασίας του. Τα δε γενόσημα που ακολουθούσαν κόστιζαν το ανώτατο 6,5 ευρώ. Με τον νέο νόμο του κ. Ξανθού, αλλάζουν και οι τέσσερις αυτές παραδοχές. Τα πρωτότυπα λαμβάνουν τιμή όχι από τις 28 χώρες-μέλη της Ε.Ε. αλλά από τις 18 της Ευρωζώνης. Σύμφωνα με διάταξη του νόμου, η τιμή κανενός φαρμάκου δεν μπορεί να μειωθεί περισσότερο από 10% σε σχέση με την προηγούμενη τιμή του (καταργείται το 50%). Τα γενόσημα πλέον είναι δυνατόν να κοστίζουν στο 75% του φαρμάκου αναφοράς (καταργείται το όριο 65%). Τέλος, επιτρέπονται αυξήσεις στα φάρμακα μέχρι 10%.
Ετσι, οι τιμές στο προηγούμενο παράδειγμα θα διαμορφωθούν ως εξής: Η τιμή του πρωτοτύπου που κοστίζει σήμερα 20 ευρώ είναι σίγουρο ότι θα αυξηθεί (αφού λαμβάνονται υπόψη μόνο τα κράτη της Ευρωζώνης). Η τιμή του off patent θα διαμορφωθεί το λιγότερο στα 18 ευρώ (μείωση μόνο 10%) και των γενοσήμων που ακολουθούν στα 13,5 ευρώ (75% του φαρμάκου αναφοράς) ή στην καλύτερη περίπτωση 11,7 ευρώ.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι τιμές στο σύνολο σχεδόν των κυκλοφορούντων εν Ελλάδι φαρμάκων θα αυξηθούν. Από αυτές τις ρυθμίσεις ουδόλως εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον ή οι Ελληνες ασθενείς. Ο μόνος που κερδίζει είναι οι πολυεθνικές εταιρείες των φαρμάκων, που θα αυξήσουν τα κέρδη τους στην εγχώρια αγορά, αλλά και διεθνώς, αφού η χώρα μας αποτελεί σημείο αναφοράς καθορισμού τιμής σε πολλές άλλες χώρες. Το κέρδος της ντόπιας φαρμακοβιομηχανίας θα αποδειχθεί απατηλό, αφού ναι μεν θα αυξηθεί η τιμή αρκετών γενοσήμων, όμως η μικρή διαφορά τιμής από τα πρωτότυπα θα μειώσει ακόμα περισσότερο τη χρήση τους.
Η ετήσια δημόσια φαρμακευτική δαπάνη, που πέρυσι ανήλθε σε 2,8 δισ. ευρώ προ claw-back και rebate, θα αυξηθεί κατά πολύ. Η μορφή αυτή συγκράτησης της φαρμακευτικής δαπάνης είναι μέτρο άδικο, οριζόντιο και αδιέξοδο, και πρέπει να αλλάξει. Και ναι μεν η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη θα παραμείνει στα 2 δισ. ευρώ, όμως η ιδιωτική δαπάνη θα αυξηθεί δραματικά, όπως επίσης και η συμμετοχή των ασθενών στα φάρμακα που προμηθεύονται μέσω ΕΟΠΥΥ (αποτελεί ποσοστό της τιμής του φαρμάκου).
Τον προηγούμενο χρόνο, οι πωλήσεις των φαρμάκων στη χώρα μας προσέγγισαν τα 5 δισ. ευρώ (στοιχεία από το site του ΕΟΦ). Η εκτίμησή μου είναι ότι με βάση τον νόμο Ξανθού θα υπάρξει αύξηση τουλάχιστον κατά 7%. Αυτό το επιπλέον ποσό θα επιβαρύνει την τσέπη των Ελλήνων ασθενών.
Οι ρυθμίσεις αυτές επιβεβαιώνουν την αποτυχία της φαρμακευτικής πολιτικής την τελευταία τετραετία. Ομως, εκτός από την ανικανότητα, αποκαλύπτεται η διαπλοκή και ενδεχομένως η συναλλαγή των κυβερνώντων με μεγάλα ξένα και εγχώρια οικονομικά συμφέροντα, η οποία γίνεται με τρόπο κυνικό και εξόφθαλμο.
«Η Κεντροαριστερά δεν είναι σωσίβιο», Εφημερίδα ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ, 01-03-2019
Η προσπάθεια του Τσίπρα να προσεταιριστεί την Κεντροαριστερά θέτει καίρια ζητήματα για την ανασύνθεσή της, αλλά και για τη δυνατότητα αυτοτελούς παρουσίας της.
Αναμφίβολα, υπάρχουν προβλήματα. Η συγκάλυψή τους αντιστρατεύεται τις προσπάθειες ο κατακερματισμένος χώρος των προοδευτικών δυνάμεων να ξεπεράσει την κρίση. Το κυριότερο, επιτρέπει στον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ να εντείνει το σχέδιο λεηλασίας του.
Το εγχείρημα της ανασυγκρότησης της δημοκρατικής παράταξης κάθε άλλο παρά εύκολο είναι. Τα πλήγματα που υπέστη καθιστούν αδιαπραγμάτευτη μια στρατηγική για τη διασφάλιση της αυτονομίας της. Με αυταρέσκειες και κοντόφθαλμες αντιλήψεις δεν θα κερδίσουμε το χαμένο έδαφος. Ούτε δημιουργούμε τις προϋποθέσεις αναζωογόνησής της.
Χρειάζεται βούληση, χωρίς αμφισημίες και αμφιταλαντεύσεις. Απαιτείται διακριτή οριοθέτηση έναντι των μεθοδεύσεων του πρωθυπουργού. Επιβάλλεται να αρθρώσουμε αυθύπαρκτο πολιτικό και προγραμματικό λόγο. Οι αυτονόητες αυτές ανάγκες είναι εκ των ων ουκ άνευ για να προχωρήσουμε.
Με συγκεκριμένη στρατηγική και ισχυρό στίγμα, με την απεξάρτησή από τις συνταγές του παρελθόντος μπορούμε να ξεπεράσουμε τα προβλήματά μας. Να διευρύνουμε τα όρια της απήχησής μας. Να υπερβούμε τη σύγχυση. Να μην αφήσουμε περιθώρια στον Τσίπρα να αυτοσυστήνεται ως εκφραστής μιας νέας Κεντροαριστεράς.
Αντιλαμβάνομαι τις δυσκολίες που υπάρχουν. Δεν υποτιμώ την κρίση και την απαξίωση που γνώρισε το ΠΑΣΟΚ. Καταλαβαίνω πως το νέο πολιτικό περιβάλλον όπως διαμορφώθηκε, δυσχεραίνει την επιλογή μας για ανάκαμψη. Οι τεκτονικές αλλαγές των τελευταίων εννέα χρόνων στην Ελλάδα δημιούργησαν ασφυκτικό κλίμα για τις προοδευτικές ιδέες και πολιτικές. Ο λαϊκισμός διάβρωσε το σύνολο σχεδόν του κομματικού συστήματος. Βρίσκει αποδοχή σε ένα ευρύτερο εκλογικό σώμα. Έτσι εξηγείται και η όποια ανθεκτικότητα του ΣΥΡΙΖΑ. Υπό άλλες περιστάσεις θα βρισκόταν στα τάρταρα.
Μολονότι οι κυβερνητικές επιδόσεις είναι μνημείο ανικανότητας, ανεπάρκειας και καθεστωτισμού, εντούτοις ο Τσίπρας δεν αντιμετωπίζεται ως φυσικός και ηθικός αυτουργός του τέλματος και της παρακμής. Αντιθέτως, από ορισμένα στελέχη του ΠΑΣΟΚ -πρώην και νυν- απολαμβάνει αποδοχής. Το γεγονός αυτό δεν εκθέτει μόνο τους ερωτοτροπούντες με τον ΣΥΡΙΖΑ. Αντιστρατεύεται τη μεγάλη προσφορά της δημοκρατικής παράταξης στον τόπο. Οι γεφυροποιοί δεν πρόκειται να αποτρέψουν το κοινωνικό και εκλογικό ναυάγιο του Τσίπρα.
Προφανώς κάποιοι δεν αντιλαμβάνονται πως οι λογαριασμοί μας με το κυβερνών κόμμα είναι ανοιχτοί. Είναι βαθιά πολιτικοί και ιδεολογικοί. Δεν εδράζονται σε προσωπικές σκοπιμότητες ή αντιπάθειες. Οφείλονται στην ανυπέρβλητη αντίθεσή μας με τον επικίνδυνο λαϊκισμό που ενσαρκώνει ο πρωθυπουργός. Το ΠΑΣΟΚ, η Δημοκρατική Συμπαράταξη, το Κίνημα Αλλαγής, δεν έχουν τίποτα κοινό μαζί του. Οι πολιτικές μας δεν εφάπτονται. Οι αρχές, οι αξίες μας βρίσκονται σε αντιδιαστολή με τις ενέργειές του. Η Κεντροαριστερά δεν μπορεί να είναι σωσίβιο του Τσίπρα.
Το Κίνημα Αλλαγής ένα μήνυμα οφείλει να εκπέμψει: Ο πολιτικός, ιδεολογικός και κομματικός εσμός που εκπροσωπεί το κυβερνών κόμμα είναι αντίπαλός μας. Η επιβίωση των κεντροαριστερών δυνάμεων είναι συνυφασμένη με τον αγώνα τόσο εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και εναντίον της Δεξιάς. Η ελληνική Κεντροαριστερά διαχρονικά αποκτούσε υπόσταση, ρόλο και λόγο όταν κρατούσε ανοιχτά τα μέτωπα της αντιπαράθεσης με τον λαϊκισμό και τον συντηρητισμό.
Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 15-06-2018 «Στον δρόμο της ανασύνταξης»
Ομιλία στο Συνέδριο Κίνημα Αλλαγής 17-3-2018
Φίλες και φίλοι,
Δεν θα αρνηθώ του πειρασμού να ξεκινήσω το λόγο μου αντλώντας σκέψεις από την επιστήμη που σπούδασα και διακονώ.
Παρευρισκόμαστε σήμερα και συμμετέχουμε στη γέννηση του Κινήματος της Αλλαγής. Ο τοκετός πάντα είναι επώδυνος. Πάντα προηγούνται οδύνες αλλά και προβλήματα. Κάπως έτσι να ερμηνεύσουμε τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν τις τελευταίες μέρες. Η δημιουργία είναι δύσκολη υπόθεση. Το γνωρίζουμε από τη ζωή και το έχουμε βιώσει και στον χώρο της πολιτικής.
Όποιες και όποιοι από εμάς συμμετείχαν στην ίδρυση του ΠΑΣΟΚ, μπορούν κάλλιστα να επιβεβαιώσουν ότι δυστοκίες και προβλήματα υπήρχαν και τότε. Όμως η ορθή διαχείρισή τους οδήγησε στη δημιουργία του μεγάλου φορέα της αλλαγής.
Εξ ου και θεωρώ ότι το τωρινό μας εγχείρημα έχει προοπτική. Στην ουσία ενέχει όλες τις δυνατότητες να συγκροτήσουμε έναν νέο πολιτικό φορέα. Αρκεί βέβαια να συμφωνήσουμε και να δεσμευτούμε όλοι μας σε κάποιες βασικές παραδοχές:
Πρώτη και κυρίαρχη: Να εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στο παρόν και στο μέλλον, αντλώντας εμπειρίες και συμπεράσματα από το παρελθόν. Η παραδοχή αυτή προϋποθέτει προσωπικές, πολιτικές, ακόμη και κομματικές υπερβάσεις. Αν δεν τις κάνουμε πράξη δεν πρόκειται να αποκτήσουμε κοινό βηματισμό. Ούτε να διασφαλίσουμε τη συμπόρευσή μας. Τα πρόσφατα γεγονότα σε επίπεδο κορυφής έδειξαν ότι αυτή δεν είναι αυτονόητη.
Δεν νοείται σε καίρια ζητήματα να εμφανιζόμαστε με δύο διαφορετικές ταχύτητες.
Παρ’ όλα αυτά όλοι μας οφείλουμε να κοιτάξουμε μπροστά, σεβόμενοι την ιστορία και την προσφορά της προοδευτικής παράταξης διαχρονικά. Αν δεν το κάνουμε και καταφύγουμε σε αυταρέσκειες και σε μονομέρειες, αναζητώντας τη δικαίωση ή την απόρριψη, το μόνο που θα πετύχουμε είναι να απομειώσουμε εμείς οι ίδιοι τη δυναμική και την εμβέλεια του εγχειρήματός μας.
Ο λαός δε θα μας το συγχωρήσει.
Δεύτερη και εξίσου σημαντική παραδοχή είναι η καθαρή και διακριτή ταυτότητα που οφείλει να έχει το Κίνημα Αλλαγής. Εξάλλου αυτή θα καθορίσει και τον πολιτικό και προγραμματικό μας λόγο. Κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο.
Το κάθε κόμμα, η κάθε Κίνηση, αλλά και το κάθε πρόσωπο που συμπαρατάχθηκε μαζί μας είναι φορέας διαφορετικών απόψεων. Εξ ου και αποτελεί κομβικό ζήτημα η αναζήτηση και η σύνθεση κοινών προσεγγίσεων, κοινών θέσεων ως προς τα μεγάλα και θεμελιώδη προβλήματα της χώρας, της οικονομίας, ακόμη και της ελληνικής κοινωνίας.
Η οριοθέτηση των πολιτικών μας έναντι του λαϊκισμού, του κρατισμού, του εθνικισμού, των συντεχνιακών πρακτικών και των πελατειακών σχέσεων και της κομματοκρατίας καθίσταται απαραίτητη, προκειμένου να αποφύγουμε τον κίνδυνο να γίνουμε μωσαϊκό αντικρουόμενων απόψεων και αντιλήψεων.
Στην κατεύθυνση αυτή καλούμαστε να αποσαφηνίσουμε χωρίς μισόλογα και συγκερασμούς τη στρατηγική μας για τη διακυβέρνηση της χώρας. Το στρατήγημα «ούτε ΣΥΡΙΖΑ ούτε ΝΔ» οφείλει να συνοδεύεται από επαρκή απάντηση στο ποια είναι η πρόταση εξουσίας που εμείς πρεσβεύουμε και ενσαρκώνουμε.
Ως εκ τούτου, είμαστε υποχρεωμένοι να δώσουμε υπόσταση σε έναν νέο πολιτικό σχηματισμό που θα έχει σαφή και καθαρό δημοκρατικό, προοδευτικό και φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό. Σε έναν σχηματισμό με διαυγή χαρακτηριστικά και κοινή αντίληψη στον τρόπο αντιμετώπισης της σημερινής κρίσιμης κατάστασης στη χώρα μας.
Σοβεί στις μέρες μας και λαμβάνουν όλο και πιο έντονα φαινόμενα, κρίση πολιτική, κοινωνική, ηθική και αισθητική. Η διακυβέρνηση της χώρας από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχει επιτείνει αυτή την κρίση. Η λεγόμενη ριζοσπαστική αριστερά σε αρμονική συνεργασία και στρατηγική συμφωνία με την εθνικιστική λαϊκίστικη δεξιά συνειδητά εγκαθιστούν κλίμα μίσους και διχασμού.
Η ψυχική φτώχεια και ασημαντότητα των κυβερνώντων, η ροπή τους στην εξαπάτηση και στο ψεύδος, ο συστηματικά επιχειρούμενος διχασμός της κοινωνίας, η κατάλυση του κράτους δικαίου και των ανθρώπινων και ατομικών δικαιωμάτων, οδηγούν τη χώρα μας σε οπισθοδρόμηση και ελπίζω όχι στην καταστροφή ή σε εθνικές περιπέτειες. Ένα μόνο μέλημα έχουν, την παραμονή τους στην εξουσία. Στην προσπάθεια αυτή δείχνουν το αποκρουστικό, αντιδημοκρατικό πρόσωπο. Επιδιώκουν ανερυθρίαστα την κατάλυση της δικαστικής εξουσίας και την υπαγωγή της στις κυβερνητικές επιλογές.
Οι άνθρωποι αυτοί είναι αδύνατον να μεταλλαχθούν σε δημοκράτες φιλοευρωπαίους. Είναι αδύνατον να δεχθούν ισότιμα και ειλικρινά συνεργασία με άλλες πολιτικές δυνάμεις. Είναι αδύνατον να υπερασπιστούν το εθνικό συμφέρον. Αφού τα αντιμετωπίζουν με ένα μόνο σκοπό. Την διατήρηση και αναπαραγωγή στην εξουσία.
Τον τελευταίο καιρό αυτό το είδαμε καθαρά. Επιχείρησαν να λύσουν το σκοπιανό όχι με όρους εθνικού συμφέροντος αλλά προσπαθώντας να δημιουργήσουν προβλήματα στους αντιπάλους τους. Δήθεν επιχειρούν να διαλευκάνουν την υπόθεση Νοβάρτις, στην ουσία όμως έχουν μόνον μία επιδίωξη. Να λασπώσουν και να διασύρουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Πρώτα επιλέγουν τους δήθεν ενόχους και μετά ελλείψει στοιχείων αναζητούν κουκουλοφόρους ψευδομάρτυρες να στηρίξουν τις επιδιώξεις τους. Επιδιώκουν να πλασάρουν την δοξασία για ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς. Μόνο που αυτό ναυάγησε αφού αποκαλύφθηκε περίτρανα η νέα διαπλοκή με οικονομικούς και ποδοσφαιρικούς παράγοντες.
Τρίτη και καθοριστική παραδοχή για τη βιωσιμότητα του νέου φορέα είναι η δομή και οι κανόνες συγκρότησης και λειτουργίας του. Στα ζητήματα αυτά η επιλογή είναι ξεκάθαρη.
Ή θα κάνουμε πράξη τη δημοκρατία σε όλα τα επίπεδα.
Ή θα οδηγηθούμε σε ένα σχήμα-καρικατούρα.
Οι διορισμένοι σύνεδροι, τα διορισμένα όργανα, τα διορισμένα μέλη δεν συνάδουν με το δημοκρατικό μοντέλο. Παραπέμπουν σε αντιδημοκρατικούς μηχανισμούς και πρωτίστως σε προσωποπαγή σχήματα.
Τα επιχειρήματα που προβάλουν ορισμένοι περί αναλογικότητας και περί εκπροσώπησης, οφείλουμε να τα ακούσουμε και να τα λάβουμε υπόψη μας, χωρίς ωστόσο οι ενέργειές μας να αντιστρατεύονται το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι. Η εικόνα που εμφανίσαμε τις τελευταίες ημέρες, αλλά και οι αποφάσεις που πήραμε, κάθε άλλο παρά βρίσκονταν σε αρμονία με το παραπάνω αυτονόητο δικαίωμα.
Φίλες και φίλοι,
Σ’ αυτούς τους δύσκολους και γκρίζους καιρούς που ζούμε η πολιτική μας πρέπει να χαρακτηρίζεται από ρεαλισμό και πραγματισμό. Και κυρίως να διαπνέεται από βαθιά δημοκρατική πεποίθηση.
Οι τρεις παραδοχές που κατέθεσα οφείλουν και μπορούν να γίνουν κοινός τόπος όλων μας, αν βέβαια θέλουμε η προοδευτική παράταξη να έχει κοινό σπίτι.
Ας μεταφέρουμε στο ιδρυτικό μας συνέδριο τη γνωστή φράση του Ανδρέα Παπανδρέου του 1974 το Κίνημα Αλλαγής γεννήθηκε «για να υπηρετεί τον λαό και το έθνος» και έχουμε μόνο μία δυνατότητα, ΝΑ ΠΕΤΥΧΟΥΜΕ.
Σας ευχαριστώ.
Αυθύπαρκτη παρουσία
Το ΠΑΣΟΚ, η Δημοκρατική Συμπαράταξη, ο ευρύτερος κεντροαριστερός χώρος αντιμετωπίζουν σήμερα ένα υπαρκτό και διακριτό δίλημμα: Ή θα υπερασπιστούν την πολιτική και ιδεολογική αυτονομία και αυθυπαρξία τους ή θα παρακολουθούν τους ψηφοφόρους να διολισθαίνουν στην αγκαλιά του ΣΥΡΙΖΑ όπως άλλωστε συνέβη στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις. Απέναντι στο δίλημμα αυτό οφείλουν να πάρουν σαφή και καθαρή θέση, χωρίς υπεκφυγές και ταλαντεύσεις.
Πεποίθησή μου είναι ότι καθίσταται απαραίτητη η καθαρή οριοθέτηση του ΠΑΣΟΚ έναντι μιας ανερμάτιστης και ψευδεπίγραφης Αριστεράς, που είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Μετά και την εμπειρία της τραγικής διακυβέρνησής του, η πλήρης απομάκρυνση από όποιες σκέψεις συμπαράταξης μαζί του, καθίσταται αναγκαία για τη στρατηγική του χώρου μας. Συγγενικές σχέσεις δεν μπορεί να υπάρχουν.
Το κυβερνόν κόμμα, μπορεί να εξέφρασε -και σε κάποιο βαθμό ακόμη εκφράζει-ένα ισχυρό πολιτικό ρεύμα, ωστόσο δεν παύει να αποτελεί συνονθύλευμα ιδεοληπτικών, κρατικιστικών, κινηματικών, λαϊκίστικων, ακόμη και αφελών πολιτικά δυνάμεων, εντέλει ανίκανων και επικίνδυνων για τη διακυβέρνηση του τόπου, με συνδετικό κρίκο μεταξύ τους τη λατρεία τους για την εξουσία. Με τις δυνάμεις αυτές δεν μπορεί να υπάρξει σύγκλιση ή συμπόρευση, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να υπάρξει κυβερνητική συνεργασία.
Κάτι τέτοιο το αποτρέπει η ανάγκη εξόδου της χώρας από την κρίση. Και βεβαίως το αποτρέπει η επιδίωξή μας να ανασυγκροτήσουμε -στην πραγματικότητα εκ του μηδενός- τον προοδευτικό χώρο, τον οποίο επί πολλά χρόνια εξέφραζε το ΠΑΣΟΚ.
Το εγχείρημα αυτό αν δεν θεμελιώνεται εξ αρχής σε μια αυτοτελή πολιτική πρόταση, δεν θα αποκτήσει την απαιτούμενη εμβέλεια και θα είναι θνησιγενές.
Συνεπώς, το ΠΑΣΟΚ μπορεί και πρέπει να δείξει ότι συνιστά μια υπαρκτή -μικρή σήμερα, αλλά μεγάλη αύριο- πολιτική δύναμη του Κέντρου και της Αριστεράς, αμιγώς ευρωπαϊκή, μεταρρυθμιστική και εκσυγχρονιστική. Κυρίως οφείλει να συγχρονίσει τα βήματά του με τη μεγάλη δεξαμενή των ανένταχτων πολιτών που βρίσκονται εκτός κομματικών τειχών. Να απευθυνθεί σε όλους εκείνους που στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές απείχαν σε ποσοστό σχεδόν 50% και οι οποίοι στερούνται πολιτικής έκφρασης και την αναζητούν. Αν το ΠΑΣΟΚ δεν επικεντρώσει το ενδιαφέρον του σ’ αυτές τις δυνάμεις θα τις καταστήσει ευήκοες στον λόγο και την επαγγελία του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Βασική προϋπόθεση για να επιτευχθεί ο συγκεκριμένος στόχος είναι ο ενδιάμεσος πολιτικός χώρος που θέλουμε να δημιουργηθεί, να στηρίζεται σε νέες δυνάμεις και σε νέες ιδέες. Δε νοείται να επιχειρούμε την ανασύνθεση της προοδευτικής και δημοκρατικής παράταξης με όσους αποπνέουν παρελθόν και κουβαλούν στις αποσκευές τους παρωχημένες απόψεις και θέσεις, πολύ δε περισσότερο με όσους δοκιμάστηκαν δυσμενώς στην πράξη.
Αυτή είναι η αλήθεια: Αν πράγματι όλοι μας θέλουμε να συνδράμουμε στην ανάδειξη μιας ισχυρής, διακριτής, μεταρρυθμιστικής δύναμης, πρωτίστως οφείλουμε να ανοίξουμε τον δρόμο στα πρόσωπα εκείνα που διαθέτουν την απαιτούμενη πολιτική και διαχειριστική επάρκεια και το αναγκαίο ήθος ώστε να καταστούν φορείς νέων ιδεών και νέων αξιόπιστων προτάσεων.
Εθνική συνεννόηση
(Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 30/4/2015)
Επτά χρόνια τώρα η χώρα βρίσκεται στη δίνη μιας πρωτοφανούς κρίσης (έκλεισαν πέντε χρόνια από το «Καστελόριζο»). Ωστόσο, το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να διαμορφώσει στοιχειώδεις κανόνες συνεννόησης. Το κομματικό συμφέρον επισκιάζει το εθνικό. Ο καταγγελτικός λόγος η οξύτητα, οι τυφλές αντιπαραθέσεις, υποκαθιστούν τον ουσιαστικό διάλογο, τη γόνιμη ανταλλαγή απόψεων, τη σύνεση και την εξεύρεση κοινά αποδεκτών προσεγγίσεων.
Ο διαχωρισμός μνημονιακών και αντιμνημονιακών δυνάμεων είναι ψευδεπίγραφος και κοντόφθαλμος. Ούτε τον τόπο υπηρετεί, αλλά εντέλει ούτε τις ίδιες τις κομματικές σκοπιμότητες. Μπορεί η προσήλωση του ΣΥΡΙΖΑ στη σκληρή αντιμνημονιακή γραμμή να τον εκτίναξε στην εξουσία, ωστόσο το όφελος που αποκόμισε μάλλον πρόσκαιρο είναι. Όπως φαίνεται, του γυρίζει μπούμερανγκ. Τον παγίδευσε σε μια αδιέξοδη και επικίνδυνη στρατηγική.
Αναλαμβάνοντας την ευθύνη διακυβέρνησης, βρέθηκε εγκλωβισμένος στη μέγγενη των προεκλογικών διακηρύξεων και ανεδαφικών του υποσχέσεων. Η προσγείωσή του στη σκληρή πραγματικότητα υπήρξε ανώμαλη. Παράλληλα, επιβεβαίωσε πως τα φλέγοντα προβλήματα της Ελλάδας και της οικονομίας δεν αντιμετωπίζονται με ιδεοληψίες και εμμονές.
Οι δυστοκίες, παλινωδίες και αντιφάσεις που επιδεικνύει η κυβέρνηση είναι απότοκες των μονομερειών και της απολυτότητας της αντιπολιτευτικής της περιόδου. Εκατό μέρες τώρα αδυνατεί να χαράξει και να αποκρυσταλλώσει καθαρή στρατηγική χωρίς αντιφάσεις και αμφισημίες. Οι ακροβασίες της στις διαπραγματεύσεις είναι αποκαλυπτικές. Η αναζήτηση έντιμου συμβιβασμού συνυπάρχει με τις αποκαλούμενες «κόκκινες γραμμές». Η έλλειψη ευελιξίας καθίσταται τροχοπέδη για τη διασφάλιση κοινών προσεγγίσεων στις εκκρεμότητες που έχουν απομείνει. Όσο η κυβέρνηση επιμένει στην «πολιτική λύση», η επωφελής συμφωνία θα παραμένει ζητούμενο.
Φαίνεται πλέον καθαρά ότι ο Αλ. Τσίπρας φοβάται ότι θα προκληθεί βαθιά ρωγμή στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αν οδηγηθεί σε μια συμφωνία με τους εταίρους μας. Άλλωστε, γνωρίζει ότι σημαντική μερίδα βουλευτών του δεν θα αποδεχθεί καμία πρόταση που θα οδηγούσε στην αναγκαία και απαραίτητη αναπροσαρμογή. Οποιαδήποτε επικοινωνιακά τεχνάσματα κι αν εφεύρει δεν πρόκειται να ξεπεράσει τον εσωκομματικό σκόπελο. Αν γνώμονάς του είναι η παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη, δεν μπορεί να αποφύγει το αναμενόμενο κόστος.
Ο πρωθυπουργός, λοιπόν, οφείλει να επιδείξει τόλμη και αποφασιστικότητα, προκειμένου να προστατεύσει το ευρωπαϊκό κεκτημένο της Ελλάδας. Η υπάρχουσα κοινοβουλευτική πλειοψηφία πράγματι είναι εύθραυστη. Το γεγονός αυτό όμως μπορεί κάλλιστα να τον οδηγήσει στην αναζήτηση ευρύτερων συγκλίσεων, εντός Κοινοβουλίου, προκειμένου να κλείσει τις εκκρεμότητες με τους εταίρους και τους δανειστές μας. Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει κυβερνητική συνεργασία με τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης. Συνεπώς, το αποκαλούμενο «ευρωπαϊκό μέτωπο» είναι χρήσιμο και αναγκαίο όχι για να δώσει αντιπολιτευτικές μάχες χαρακωμάτων, αλλά για να υπηρετήσει με συνέπεια και αποφασιστικότητα τον φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση θα κριθούν από τη βούλησή τους να υπηρετήσουν την εθνική συνεννόηση.
Δημήτρης Λιντζέρης